«Αυτός που διαβάζει με όρους ανοχής, μπορεί να με διαβάσει. Αυτός που διαβάζει με όρους συμμετοχής, όχι».

Γ. Λ.

Αρχική σελίδα Εργογραφία Βιογραφικό Μεταφράσεις En/Fr/It/Es

21/11/2016

Γιάννης Λειβαδάς: Η αυτοτέλεια και η χύτευση του μεταμοντερνισμού 3o μέρος[στο Literature.gr]

http://www.literature.gr/i-aftotelia-ke-i-chitefsi-tou-metamonternismou-3o-meros-grafi-o-giannis-livadas/










3. Εγκυροποίηση και διαχείριση

Εκείνο λοιπόν, που προβάλλεται ως αμετάβλητο, δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να μεταβληθεί, ούτε βεβαίως πως είναι άφθαρτο. Ότι είναι βαρύνον στον ημερήσιο κύκλο δεν είναι πάντοτε βαρύνον εντός άλλου κύκλου και, ότι είναι κατορθωτό στον μηδενικό κύκλο του ποιητικού κενού, συχνά εκτίθεται τεχνηέντως ως προσκείμενο στον ημερήσιο κύκλο. 
Το The Story Of A Novel, το Visions Of Cody, το Recognitions, για να αναφέρω μερικά έργα και σαφώς όχι τα μόνα που ταιριάζουν στην ξεδίπλωση αυτού του ειρμού, είναι, πέρα απ’ αυτό που είναι, μοντέρνα και μεταμοντέρνα, ελαστικά και πρωτότυπα, αποτελούν μία δυσθεώρητη κλίμακα προοπτικής το καθένα, διαθέτοντας τόσες χρονικές ταυτότητες όσες δεν επικαλούνται και δεν περιγράφουν με οιονδήποτε τρόπο στις σελίδες τους. Οι παραπάνω συγγραφείς (Thomas Wolfe, Jack Kerouac, William Gaddis), συγγραφείς μελλοντικοί, δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν ένα έργο ταυτόχρονης, ή έστω παράλληλης, ανάδυσης περιεχομένου, στον άκμονα όπου συντρίβεται η λογοτεχνική εκπλήρωση. Προήλθαν από μία τέτοια γενεσιουργό συντριβή και αυτή τους έδωσε τη δυνατότητα τέτοιας απαράβλητης δημιουργικής επίδοσης. Ήταν, δηλαδή, και οι τρεις τους  απολύτως οργανικοί2.
Κατά πόσο έχει να κάνει, λοιπόν, η λογοτεχνία με τον άνθρωπο και κατά πόσο με το κείμενο. Σε αυτό το σημείο δεν μπορούν να γίνουν αναμείξεις, συνδυασμοί. Εδώ ιδρύεται η τέχνη του λόγου. Η προσέλκυση των κινδύνων και των αφαιρέσεων. Τα συμπερασματικά άλματα των προεικασμένων λογοτεχνικών πιθανοτήτων αποτελούν τη βασική τροφή των ευρέως αποδεκτών φαντασιών και πεποιθήσεων. Δεν έχουν θέση εδώ. Η κουλτούρα της κοινωνικής διαχείρισης, ο νόμος των εκπαιδευτικών, των κριτικών, των ονομαζόμενων σταθερών σημείων: μια εξουσία, ένα ασύδοτο κέλευσμα το οποίο συνθέτει και διαμοιράζει αριστοτεχνικά τις όψεις, τις τάσεις και τα συναγόμενα κάθε λογοτεχνικής ταυτότητας.
Η ανασφάλεια του «κρατήματος», δηλαδή της επώδυνης ανάλυσης της δημιουργικής κατάστασης, καθώς και του δημιουργημένου έργου, το οποίο προσφέρεται ως πλήγμα και ερώτημα, δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια τη λογοτεχνία∙ ήτοι, μια βασανιστική ρευστότητα απόκλισης από τους ορισμούς, τις σημασίες και τα αξιολογικά επίπεδα του πληθυντικού αριθμού.       
Ο χρόνος είναι ανελέητος και συνάμα ελεήμων∙ όσο η απιθανότητα προσέγγισης της λογοτεχνίας συνεχίζει να αποτελεί ένα εξοντωτικό δίκαιο προς τον δημιουργό, τόσο η λογοτεχνική επινόηση θα εγκαθιδρύει κάποιο νεοσύστατο όριο αμφιβολίας το οποίο θα χλευάζει οτιδήποτε προέρχεται από το δίκαιο αυτό.     
Η λογοτεχνία, αυτό το αχαρακτήριστο κέφι, κατακτάται από τη στιγμή που κάποιος θα παραχωρήσει ολικά σ’ αυτήν τη ζωή του, τις αισθήσεις του, το κορμί του – τον χρόνο του. Τότε, το αποσταγμένο έργο ανακαινίζει όλο και βαθύτερα, όλο και πιο αφανιστικά την αναπότρεπτη διαμορφωσιμότητα του κόσμου, η οποία όντας πτυχή του ποιητικού, παρασύρεται από το εξωφρενικό της αίνιγμα.
Εντούτοις είναι αξιοπερίεργο το πόσο αναζητείται κάτι που να συμβαίνει «μετα-» από κάτι άλλο, (μετα-μοντερνισμός, μετα-τέχνη, μετα-λογοτεχνία, μετα-δομή, μετα-κείμενο κτλ) ώστε να δείξει ή να υποδείξει κάποιαν ουσιαστική προώθηση, κάποιο ξεπέρασμα, κατατροπώνοντας, δήθεν, τις όποιες σχέσεις διαταραχής με το έργο που έχει προηγουμένως καταστήσει αποκεκαλυμμένη την αδυναμία οργανικής σύνθεσης. Δίχως ετούτο να σημαίνει, να υπονοεί, πως δεν υφίστανται οργανικά μεταμοντέρνα έργα.
Η περίοδος του μοντερνισμού καθορίστηκε, επίσης, από  πολιτικοκοινωνικές συναρτήσεις οι οποίες ήταν άσχετες με τη λογοτεχνία. Το πιο ζωηρό παράδειγμα, η περίπτωση του Έλιοτ, ο οποίος μολονότι εφάρμοσε όσα λαχταρούσαν διακαώς να εφαρμόσουν οι ελάσσονες ποιητές και όσα απέφυγαν ή αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τοιουτοτρόπως οι μείζονες ποιητές (Aleksei Kruchenykh, Velimir Khlebnikov, Blaise Cendrars, Guillaume Apollinaire, Léon-Paul Fargue, Francis Picabia, Ezra Pound, William Carlos Williams, e. e. cummings, κ. α.), αναδείχθηκε ως περίβλεπτος μοντερνιστής3. 
Ο Έλιοτ ήταν ένας καλός και συμπαθής ποιητής, ο οποίος διαδραμάτισε ρόλο εποικοδομητικό, ήταν όμως πολύ λιγότερο σημαντικός απ’ όσο τον παρουσίασε η κριτική, απολύτως κατάλληλος να επωμιστεί την παρόξυνση του νέο-συντηρητικού, ανανεωμένου μέσω μοντερνισμού, αισθητικού μετώπου∙ το οποίο θα αποσπούσε την προσοχή από τους αληθινούς νεωτερισμούς, χρησιμοποιώντας την απήχηση που δημιουργούσε η στημένη εγκυροποίηση φαινομενικών διακρίσεων. Σε επίπεδο ποιητικού λόγου, δηλαδή, γλωσσικών και φιλοσοφικών δανείων, ήτοι διαπολιτισμικών θωπειών, οι οποίες συνέστησαν τον μηχανισμό υποβάθμισης του αληθινού μοντερνισμού4. Διότι, δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό το γεγονός πως  η ανακαίνιση της λογοτεχνίας συνέβαινε πολύ, μα πολύ μακριά, από το ακαδημαϊκό, ή έστω το αισθητικά μετριοπαθές, πεδίο. Ανάλογα παραδείγματα υφίστανται στις μέρες μας.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, τόσο στην ποίηση όσο και στη ζωγραφική, οι έλξεις που σηματοδότησαν ορισμένες σημαντικές κλίσεις οι οποίες, διόλου τυχαία, αξιολογήθηκαν ως κορυφαίες, ήταν, η παρακαταθήκη της Ασίας, στην ποίηση, και η παρακαταθήκη της Αφρικής, στη ζωγραφική. Αμφότερες συνετέλεσαν ουσιαστικά στην επιτέλεση έργων τα οποία είναι αξιομνημόνευτα μα, στην πραγματικότητα, δεν απήρτισαν τη δέσμη των κορυφαίων. Δεν δημιούργησαν αυτά την Παράδοση5.
Η λογοτεχνική σχετικότητα δεν ξεπεράστηκε ποτέ με τη διαχείριση της πολιτισμικής και της αναγνωστικής ικανοποίησης, συνεπώς ούτε σήμερα ξεπερνιέται. Χρειάζεται κάθε αρχή να γίνεται τέλος και κάθε τέλος να γίνεται αρχή. Νέα αρχή είναι εκείνη που δεν καταλήγει σε προηγούμενο τέλος, αλλά το τέλος της εντοπίζεται σε άλλο σημείο, καθώς ούτε σε προηγούμενη αρχή, μα σε άλλη.
Η επικράτεια της ανακρίβειας συνυπάρχει με τις προοπτικές της προσωρινότητας, κι αυτές με τη σειρά τους αντιπαρατίθενται με τις αναλαμπές όσων διακυβεύονται στις μακροκλίμακες, οι οποίες αποκτούν στο διηνεκές νέες ιδιότητες.

Παρίσι, Νοέμβριος 2016


1, 2, 3, 4, 5 Σημ. τ. σ. : βλέπε τις τεκμηριώσεις στον τόμο Ανάπτυγμα, δοκίμια και σημειώματα ποίησης  (Κουκούτσι 2015). 

17/11/2016

Γιάννης Λειβαδάς: Η αυτοτέλεια και η χύτευση του μεταμοντερνισμού 1ο και 2ο μέρος [στο Literature.gr]

http://www.literature.gr/i-aftotelia-ke-i-chitefsi-tou-metamonternismou-grafi-o-giannis-livadas/






Γιάννης Λειβαδάς:
Η αυτοτέλεια και η χύτευση του μεταμοντερνισμού
_______

1. Επαναπροσδιορισμοί των «Αναγνωρίσεων» του William Gaddis

Οι «Αναγνωρίσεις» (1955). Εννιακόσιες πενήντα έξι σελίδες που ζυγίζουν περίπου τρία κιλά, αποτελούν ένα από τα πλέον ξεχωριστά και υπαινικτικά λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα. Θέμα του, η πλαστογραφία της τέχνης, η απάτη και η παραχάραξη ως παράγοντας της σύγχρονης ζωής. 
Ο Ουίλιαμ Γκάντις, λογικός και οξύνους, στον αντίποδα της μαρξιστικής επισκόπησης, προσέγγισε το φαινόμενο της απήχησης της πλαστότητας, με κυνικότητα, αντλώντας στοιχεία από τον  Καλβινισμό, τον Καθολικισμό, και από ένα ευρύτατο φάσμα των δυτικών φιλοσοφικών παραδόσεων, από τον Αριστοτέλη έως τον Γκαίτε. 
Ως σημαντική πτυχή της κριτικής και αυτοκριτικής του, ο μεταμοντερνισμός μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί κοινωνική επιστήμη, ή ακόμη, λογοτεχνικό μέσο μαζικής ενημέρωσης. Οι ποιοτικές προϋποθέσεις της σύγχρονης κοινωνικής κατανόησης, η οποία δεν εκκρίνεται από συναίσθημα και φαντασία, αλλά από βαθύτατη ανάγκη για συγκεκριμενοποίηση του συναισθήματος της ζωής, ήτοι του ερεθίσματος της αυθεντικότητας, δείχνουν πως όχι μόνο αφορούν την κοινή ιστορικότητα, τις συμπεριφορικές διαστάσεις που προσεγγίζουν την εμπειρία ως σημάδι και όχι ως μεθερμήνευση, αλλά είναι σε τέτοιο βαθμό συμπλεγμένες μαζί της που συχνά εγγράφονται ως κατανοήσεις ή υποκινήσεις με μορφή λέξεων, φράσεων, βιβλίων. Εντούτοις ο μεταμοντερνισμός, όπως κάθε άλλη λογοτεχνική μεταστροφή, αποτελεί παλαιότητα, ακριβώς με τον τρόπο που ο άνθρωπος ανανεώνεται διαρκώς με τη βοήθεια των μνημείων και των τεχνών που συντηρεί ως απόδειξη της χωρο-χρονικής του πορείας προς μία ατελή και αδιανόητη αλήθεια.
Δηλαδή, όπως το έχω θίξει προηγούμενα σε άλλο κείμενο, η νεότητα είναι ένα ζήτημα, ένα φάσμα σωστότερα, το οποίο εμφανίζεται μόνο εντός της προϋπόθεσης μίας απτής παλαιότητας – η οποία δεν μπορεί να είναι νεότητα δίχως να είναι μοναδική, πρωτότυπη, αυθεντική. Ετούτο, προς το παρόν, δεν γίνεται ολικά κατανοητό, μα γίνεται, από κάποιους, πραγματοποιήσιμο, εφόσον δεν τίθεται ως προσέγγιση, αλλά ως θανατική υποκίνηση, ως σχέση.
Η δημιουργική πράξη, οπωσδήποτε εξασθενεί μέσα στη διάρκεια της ολοκλήρωσής της, κάτι όμως απομένει: νέα υλικά, κάπως απίθανα στην πρώτη τους επεξεργασία, στην πρώτη τους ανάγνωση: αποδοχές, αναγνωρίσεις.
Η λογοτεχνία τα έχει καταφέρει ως πείσμων, ανθεκτικός ισχυρισμός, που τείνει να ιδρυθεί εντός χρόνου, εντός χάους, με ελιγμούς οι οποίοι ανθίστανται στο υπάρχον διανοητικό μοντέλο/είδωλο που επιβουλεύεται την ανάγκη του ανθρώπου για σταθερότητα, για παρουσία, πότε δημιουργώντας δοκιμαστικά υποσυστήματα σταθερότητας, πότε δημιουργώντας περαιτέρω αστάθεια.
Η φόρτιση, η πράξη, όλων αυτών, αποτελεί μία υπόθεση αμιγώς διανοητική, της οποίας η αισθητική όντας προεξοφλημένη μέσω της σιγουριάς του θανάτου εκφράζεται μόνο στον βαθμό που ο θάνατος είναι σύμφυτος με την λογοτεχνική εργασία.
Ο μεταμοντερνισμός, τουλάχιστον εκείνος του Γκάντις, είναι καίριος,  βρίθει από εσωτερικές μεταδόσεις οι οποίες παρότι είναι ιδιαίτερα εύθραυστες θραύουν την αφηγηματική τακτική του έργου και αναδεικνύουν αντ’ αυτών, τις υποκειμενικές συνέπειες οι οποίες εστιάζουν παραδειγματικά στην ανάκτηση μίας υπαρξιακής γλώσσας, στην ίδρυση μίας αλήθειας η οποία θα στεκόταν ικανή να πάψει κάθε άλλη ιστόρηση, κάθε σύγκριση στόχων, κάθε απόπειρα  εξομοίωσης της τάξης και του νοήματος, τόσο της ζωής όσο και της λογοτεχνικής γραφής.
Ωστόσο ο Γκάντις των «Αναγνωρίσεων» δεν είναι εξαιρετικός επειδή είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο μεταμοντέρνος, αλλά επειδή ως συγγραφέας υπερσκελίζει το ιστορικό και αισθητικό του πλαίσιο∙ εκπροσωπώντας αποκλειστικά τις εμπνεύσεις του και διόλου άλλες κρίσεις ή συνιστώσες, και αυτό ήταν κάτι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο για τη νεότερη αμερικανική λογοτεχνία.
Η παράμετρος που ονομάζεται χρόνος είναι ζωτικής σημασίας γιατί είναι, ίσως, η ισχυρότερη έννοια που αναγκάζει τον άνθρωπο να αναστοχαστεί την έννοια του μοναδικού, της αυθεντικότητας, ενώ παράλληλα καταδεικνύει πως είναι κάτι το οποίο δεν δύναται να οργανωθεί παρά μόνο να βιωθεί υπό όρους που δεν καθορίζονται απ’ αυτόν, μα ωστόσο, είναι πιο δίκαιοι από κάθε δική του επινόηση. Προς τούτοις, η Φλαμανδική τέχνη, που βρίσκεται στον προσχηματικό πυρήνα των «Αναγνωρίσεων» αποτέλεσε αποκορύφωμα του συγκεκαλυμμένου συμβολισμού.
Η εξέταση της χρονικής πραγματικότητας, η οποία επισκιάζει και παραμορφώνει όσα αντιπροσωπεύουν την αλήθεια ως διαχρονικότητα, υλοποιείται με τη μυθοπλασία, τις αναπαραστάσεις της προσωρινότητας. Άλλοτε εξαιρετικά περίπλοκες και άλλοτε αλληλένδετες, αυτές οι δομές σχετίζονται με την ενδεχομενικότητα της ιδέας αυτού του κόσμου που βρίσκεται σε ροή, ενστερνιζόμενες κατά βάθος τον λόγο και τη φύση αυτής της εντυπωσιακής απροσδιοριστίας. Αυτό που αντικατοπτρίζεται είναι οι μορφές του πόνου της ανθρώπινης προσπάθειας και διόλου η σημασία, το νόημα, η πιθανότητα νοήματος, έστω, αυτής της κοινής μοίρας.
Οι επινοήσεις, ο πλούτος των πιθανών νοημάτων κατοχυρώνονται από τη λογοτεχνική γλώσσα με τον τρόπο που αναδεικνύεται το μεγαλείο ενός λογοτέχνη, ενός μεγαλειώδους λογοτεχνικού έργου: ουδείς σημαντικός επίγονος θα επαναλάβει τα γνωρίσματά του, αντιθέτως, ακριβώς επειδή αναγνωρίζει το μεγαλείο, θα στραφεί στο κενό νέων ανακαλύψεων, νέων προστριβών με την αλήθεια. Πράγμα το οποίο δεν έπραξαν οι μάλλον μέτριοι και φερόμενοι ως επίγονοι του Γκάντις (Τ. Πίντσον, Τζ. Φράνζεν, Ντ. Φ. Γουάλας), αδυνατισμένοι από την ακόρεστη αντιεπικοινωνιακή αρμονία των «Αναγνωρίσεων» και τον εκθεμελιωτικό τους μαγνητισμό.  Η άρνηση ενταφιασμού των νεκρών είναι εκπόρνευση των νεκρών παρά τιμητική διάκριση. Η εξαίρεση δεν αποτελεί απουσία που χρήζει διέγερσης, μα ακριβώς το αντίθετο.  
Όλες οι μορφές εξαγοράς και πλαστότητας, άλλωστε, κρύβουν μέσα τους ένα πάθος για δημιουργία, μα ο πλαστογράφος καθώς και το πλαστό έργο είναι υποχείρια ενός αλλοτριωμένου και εμπορευματοποιημένου κόσμου, ο οποίος τροφοδοτείται ακατάπαυστα από περισσότερο ή λιγότερο γοητευτικές πληροφορίες, μέσω περισσότερο ή λιγότερο γοητευτικών σαλτιμπάγκων, οι οποίοι αποσιωπούν το πρωτότυπο, απαξιώνουν την αυθεντικότητα.  
Κάθε επιτυχημένη πλαστογράφηση δεν παύει να είναι πλαστογράφηση, αδυνατεί να καταγράψει την εσωτερική χρονολογία, τον εσωτερικό χρόνο, που καθιστά πνευματική μία παρουσία.


2. Το απόσωσμα της υπερκριτικής

Ο άνθρωπος, παντελώς εκτεθειμένος στον ίδιο του τον εαυτό, διατρέχει τον υπαρκτικό του χρόνο προσπαθώντας όλο και πιο πεισματικά να δημιουργήσει μία αίσθηση χρόνου σε συμφωνία με την φαυλότητά του.   
Η διάχυτη επιτάχυνση των υλικών συνθηκών της καθημερινής ζωής, η κατά το δη λεγόμενον πνευματική εντύπωση, η κοινωνική αυτοπαγίδευση, διαρθρώνουν το φαινόμενο ενός ζωικού, παγκόσμιου καπρίτσιου. Σύσσωμοι κοινωνιστές και ηθικοπλάστες, υπαγορεύουν την υποχρέωση κατασκευής ενός ανθρωπίνου κέντρου, αποφεύγοντας δηλαδή, την πιθανότητα ανακάλυψής του.     
Μετέτρεψε ο άνθρωπος τη θνητότητά του σε μαυσωλείο ευδοκίμησης ενός, δεδομένου ή, και, δικαιώνοντος,  αντικειμενισμού. Έτσι ή αλλιώς, ο άνθρωπος, η δημιουργική φύση του ανθρώπου, υπόκειται, δεν αντίκειται, γι’ αυτό τείνει σε εποπτεία της αντικειμενικότητας, στο ξεπέρασμα της συνείδησης. Διαφορετικά θα έτεινε -όπως το πράττει η περιεχομενικά τυποποιημένη συγγραφή, ο τυποποιημένος άνθρωπος- σε εποπτεία της υποκειμενικότητας*. Εντοπίζεται εδώ κάποια ετερότητα ανάμεσα στο τι είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί και τι είναι ο άνθρωπος που προσκολλάται στη διορισμένη του θηλαμόνα.   
Η συνεύρεση των υποκειμενικοτήτων δύναται να συνθέσει το Αντικειμενικό, ακριβώς όπως γράφεται ένα ποίημα, ένα βιβλίο. Το αντίστροφο, η συνεύρεση των αντικειμενικοτήτων, το πολύ-πολύ να επιπλήξει τα αγριόχορτα. 
Τα στοιχεία που αναβαθμίζουν σημασιολογικά τα κείμενα, κατ’ εξοχήν δάνεια από φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά έργα, είναι βέβαιο πως συνέρχονται ως κριτήρια, μα, ως τέτοια καταλήγουν στο φινάλε  αμβλυμμένα, αφού αντί να επαναδιαμορφώσουν την αντίληψη των αναγνωστών για τον κόσμο, με τον τρόπο που ανασυντίθενται μάλλον την προσανατολίζουν σε μία, ναι μεν αναβαθμισμένη ιδεολογία, μα ιδεολογία κατανάλωσης που καταναλώνει, υπεράνω όλων, την αδικαίωτη κοινωνικότητά της. 
Δεν είναι τυχαίο πως οι πιο αγαπημένες αφηγήσεις είναι εκείνες που προσαρτούν στην συμβιβαστικότητά τους μία δόση, τραυλής ή όχι,  ελευθεριότητας, μία εσθήτα διανθισμένη από αμυδρά ρινίδια υστερούσας παιδείας και απευκταίας ελευθερίας. Μία λογοτεχνία, δηλαδή, που διαπνέεται από κοινό αίσθημα και αντί να το μεταστρέφει, έχει ήδη μεταστραφεί εκείνη από αυτό, πριν ακόμη εκτυλιχθεί πάνω στο χαρτί. Ο χρόνος της έχει τελειώσει και εφεξής διαρκεί ως επικουρική ανάμνηση∙ τα έχει καταφέρει τόσο καλά που τεκμηριώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο πως δεν είναι λογοτεχνία.   
Η εκφραστική δεξιοτεχνία είναι αδιαμφισβήτητη σε αντίθεση με την επινόηση περιεχομένου. Εάν τελικώς είναι λογοτεχνία η πρώτη, δεν μπορεί να είναι λογοτεχνία η δεύτερη. Η δεύτερη, πιστεύω πως δεν αποτελεί επιλογή, είναι σύμφυτη της λογικής κενότητας, ακριβώς γι’ αυτό είναι τέχνη του Λόγου και όχι απλά εκφραστική δεξιοτεχνία του γράφειν.
Τίποτε δεν είναι πιο εντροπικό από τις χαλκεύσεις και την αποσπασματικότητα των νεότερων τεχνικών, οι οποίες επαναφέρονται αδιάκοπα σε μία κατάσταση αναδρομικής τέλεσης των ήδη τετελεσμένων, κοπιάζοντας να αναστρέψουν μία πτώση η οποία έχει ήδη ολοκληρωθεί. Προς τι λοιπόν αυτή η καινούργια τυποποίηση μίας καθολικότητας η οποία κάποτε υπήρξε αγαπημένη, συμβολική αντιπροσωπεία μίας δικαίως ακληρονόμητης, από την πλευρά της τέχνης του λόγου, εμπειρίας; Μία σορός, που επικυρώθηκε από την εκφραστική δεξιοτεχνία του γράφειν, η οποία δαπανήθηκε υπέρ της.
Ο ύστερος μεταμοντερνισμός φέρει βαθιά τα σημάδια ενός μετατραυματικού σοκ, τραύματα που με την πρώτη ευκαιρία επιδεικνύει ως τιμητική ροζέτα μίας συμφοράς, την οποία ευγνωμονεί για τις παρηγορητικές της παροχές. 
Υπάρχει όμως, όταν υπάρχει, εκείνο που αιτείται η λογοτεχνία, η ποίηση, το οποίο δεν αναλώνεται στην ατέρμονη επίκριση του υπάρχοντος -αυτό είναι πια τόσο εύκολο και προφανώς ανούσιο-, αντιθέτως, μετατοπίζει το ενδιαφέρον, την ανάγκη, στην ακύρωση του υπάρχοντος ενώ, ασφαλώς, διαθέτει κάτι νέο, κάτι επινοημένο.

Παρίσι, Οκτώβριος 2016


* Σημ. τ. σ.: βλέπε «Ανάπτυγμα», δοκίμια και σημειώματα ποίησης [Κουκούτσι 2015].

Αρχειοθήκη ιστολογίου